- ἐπῳάζουσι
- ἐπῳάζωsitpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)ἐπῳάζωsitpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χειρουργώ — χειρουργῶ, έω, ΝΜΑ [χειρουργός] εκτελώ εγχείρηση, κάνω χειρουργική επέμβαση αρχ. 1. προσφέρω υπηρεσία με τα χέρια μου («διακονήσασα και χειρουργήσασα...», Αντιφ.) 2. χειροδικώ, βιαιοπραγώ («νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο εἴ τί που δέοι χειρουργεῑν», Θουκ … Dictionary of Greek